26/4/20

Παραμένουν μεγάλοι κίνδυνοι στο ενδεχόμενο ενός δεύτερου κύματος της πανδημίας



Μια ενδιαφέρουσα μελέτη από το Κέντρο Ερευνας και Εκπαίδευσης στη Δημόσια Υγεία, την Πολιτική Υγείας και την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας

Ορισμένα ενδιαφέροντα στοιχεία για να κατανοήσουμε καλύτερα τις πανδημίες, αλλά και τα κριτήρια με τα οποία τα κράτη και οι αστικές κυβερνήσεις διαμορφώνουν τις πολιτικές για τη διαχείρισή τους, περιέχει μια νέα μελέτη του Κέντρου Ερευνας και Εκπαίδευσης στη Δημόσια Υγεία, την Πολιτική Υγείας και την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, με τίτλο «Κριτική αποτίμηση της ετοιμότητας και των πολιτικών αντιμετώπισης της πανδημίας του νέου κορονοϊού (SARS-CoV-2): Διεθνής και ελληνική εμπειρία».
Συντονιστές της ερευνητικής ομάδας είναι ο Ηλίας Κονδύλης, αναπληρωτής καθηγητής Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας - Πολιτικής Υγείας, Ιατρικό Τμήμα ΑΠΘ, και ο Αλέξης Μπένος, καθηγητής Υγιεινής, Κοινωνικής Ιατρικής και Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, Ιατρικό Τμήμα ΑΠΘ.

Και αυτή η έρευνα έρχεται να αναδείξει τις αντιφάσεις και τα αδιέξοδα του καπιταλισμού, που ενώ διαθέτει όλα τα επιστημονικά και άλλα εργαλεία για να διαμορφώσει έγκαιρα σχέδιο πρόληψης και αντιμετώπισης μιας επιδημίας, κινητοποιώντας όλα τα διαθέσιμα μέσα για να προστατέψει την υγεία και τη ζωή του λαού, δεν μπορεί και δεν θέλει να το κάνει.
Και ο λόγος είναι ότι η διαχείριση μιας τέτοιας απειλής δεν ξεφεύγει από τους νόμους του κέρδους και τη ζυγαριά του «κόστους - οφέλους» για το κεφάλαιο, πολύ περισσότερο που οι συνέπειές της επιδρούν άμεσα στους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς, από τους οποίους κάθε «στρατόπεδο» προσδοκά να βγει ο αντίπαλός του περισσότερο ζημιωμένος απ' ό,τι το ίδιο.
Ένας γνωστός κίνδυνος

Σύμφωνα με τους συγγραφείς της μελέτης (οι υπογραμμίσεις δικές μας), «η εμφάνιση επιδημιών δεν είναι ούτε σημερινό, ούτε μοναδικό φαινόμενο. Ενδεικτικά, η πανδημία της "ισπανικής γρίπης" την περίοδο 1918 - 19 προκάλεσε 40 εκατ. θανάτους παγκοσμίως. Τα δε τελευταία 20 χρόνια η ανθρωπότητα έχει έρθει αντιμέτωπη με νέους, άγνωστους μέχρι πριν, παθογόνους παράγοντες (π.χ. SARS, MERS, Zika, Ebola), οι οποίοι έχουν προκαλέσει επιδημικές εξάρσεις και η εμφάνιση των οποίων σχετίζεται με την επαφή του ανθρώπου με άγρια είδη ζώων, το αυξημένο ζωικό κεφάλαιο και την αυξημένη εξ αυτού πιθανότητα ζωονοτικής μετάδοσης (zoonotic transmission)».
Ο κίνδυνος μίας πανδημίας ήταν γνωστός. Το νέο στέλεχος του κορονοϊού (SARS-CoV2) την πυροδότησε, λόγω από ό,τι φαίνεται των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του, τα υψηλά ποσοστά δηλαδή ασυμπτωματικής νόσησης και την ταχεία μεταδοτικότητά του.
Καθώς η πανδημία διατρέχει τις χώρες ανά τον κόσμο, «αποκαλύπτει τα σημαντικά κενά στη διεθνή επιδημική ετοιμότητα και τις ευαλωτότητες των εθνικών συστημάτων Υγείας - προϊόντα αμφότερα της χρόνιας υποχρηματοδότησης, αποδιάρθρωσης και εμπορευματοποίησής τους και αναδεικνύει με τον πλέον τραγικό τρόπο την επανάληψη των ίδιων δομικών λαθών και αποτυχιών που είχαν παρατηρηθεί στην πρόληψη και αντιμετώπιση επιδημικών κρίσεων στο παρελθόν».

Η «επιδημική ετοιμότητα»

Στην ενότητα «Βασικές αρχές αντιμετώπισης των επιδημιών και η έννοια της επιδημικής ετοιμότητας» η μελέτη παρουσιάζει ορισμένα στοιχεία για την αντιμετώπιση των πανδημιών, με βάση τα επιστημονικά δεδομένα και την ιστορική πρακτική. Μεταξύ άλλων αναφέρει:
«Η αντιμετώπιση των επιδημιών απαιτεί ένα ευρύ και πολυεπίπεδο πλέγμα δράσεων, αρκετές από τις οποίες χρησιμοποιούνται σχεδόν με αναλλοίωτο τρόπο ήδη από την επιδημία της βουβωνικής πανώλης από τον 14ο αιώνα, με πιο γνωστή την καραντίνα (από την ιταλική λέξη quaranta, σαράντα), η οποία αναφέρεται στις 40 μέρες απομόνωσης των πληρωμάτων των εμπορικών πλοίων, από τον υγιή πληθυσμό, προτού τους επιτραπεί η είσοδος στις πόλεις.
Σήμερα, οι παρεμβάσεις αντιμετώπισης των επιδημιών διακρίνονται σε τρεις βασικές κατηγορίες: Τις φαρμακευτικές παρεμβάσεις, τις μη-φαρμακευτικές παρεμβάσεις και την επιδημιολογική επιτήρηση των λοιμωδών νοσημάτων.
Οι φαρμακευτικές παρεμβάσεις για τη διαχείριση των επιδημιών περιλαμβάνουν την έρευνα και παραγωγή νέων φαρμάκων, τις πολιτικές για τη μαζική παραγωγή και διακίνηση εμβολίων και την καθολική εμβολιαστική κάλυψη του πληθυσμού.
Σε περιπτώσεις απουσίας φαρμάκων ή εμβολίων τα μόνα αποτελεσματικά εργαλεία για την αντιμετώπιση των επιδημιών είναι οι μη-φαρμακευτικές παρεμβάσεις, οι οποίες διακρίνονται σε τέσσερις κατηγορίες:(α) απομόνωση (isolation) - αναφέρεται στον εντοπισμό συμπτωματικών ή εργαστηριακών επιβεβαιωμένων κρουσμάτων και στην απομόνωσή τους είτε κατ' οίκον είτε σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους νοσηλείας,
(β) καραντίνα (quarantine) - αναφέρεται στην ιχνηλάτηση των θετικών κρουσμάτων και την απομόνωση των ύποπτων επαφών τους είτε κατ' οίκον είτε σε ενδεδειγμένους χώρους,
(γ) κοινωνική αποστασιοποίηση (social distancing) - αφορά στη μείωση των διαπροσωπικών επαφών σε επίπεδο κοινότητας για την αποφυγή επαφής ασυμπτωματικών ατόμων με υγιείς και συμπεριλαμβάνει κλείσιμο σχολείων, αγορών, εργασιακών χώρων και τον περιορισμό των συναθροίσεων,
(δ) κοινωνική απομόνωση (community-wide containment) - εφαρμόζεται σε επίπεδο κοινότητας και σκοπό έχει την ελαχιστοποίηση των διαπροσωπικών επαφών και τον αυστηρό περιορισμό της κινητικότητας των πολιτών, επιτρέποντας μόνο τις ζωτικής σημασίας συναλλαγές ή δραστηριότητες.
Προϋπόθεση για την επιτυχή εφαρμογή τόσο των φαρμακευτικών όσο και μη-φαρμακευτικών παρεμβάσεων είναι η ύπαρξη μόνιμου μηχανισμού επιδημιολογικής επιτήρησης στην κοινότητα, ο οποίος επιτρέπει τη συστηματική, δειγματοληπτική και συνεχή ανίχνευση κρουσμάτων λοιμωδών νοσημάτων πριν και κατά τη διάρκεια της επιδημίας, δίνοντας πληροφορίες σε πραγματικό χρόνο για την εξέλιξη της επιδημίας, τη στοχευμένη εφαρμογή περιοριστικών μέτρων και τον έλεγχο της αποτελεσματικότητάς τους».
Οι τρεις φάσεις αντιμετώπισης της πανδημίας
Οι ερευνητές διακρίνουν τυπικά τρεις φάσεις στην αντιμετώπιση μίας επιδημίας:
(1) Φάση περιορισμού (containment phase) - αφορά σε στοχευμένα μέτρα απομόνωσης και καραντίνας στα αρχικά στάδια μιας επιδημίας, όταν ο κύριος όγκος των κρουσμάτων αφορά σε εισαγόμενα κρούσματα και τις άμεσες επαφές τους.
(2) Φάση καθυστέρησης (delay phase) - αφορά σε οριζόντια μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης και απομόνωσης, όταν υπάρχουν ενδείξεις διασποράς της επιδημίας στην κοινότητα (κρούσματα χωρίς γνωστό επιδημιολογικό ιστορικό) και σκοπό έχει την άμβλυνση και καθυστέρηση της κορύφωσης της επιδημίας, προκειμένου να μπορέσουν να ανταποκριθούν οι υπηρεσίες Υγείας στην αυξημένη ζήτηση και χρήση.
(3) Φάση μετριασμού (mitigation phase) - αφορά σε μέτρα αντιμετώπισης των υγειονομικών, κοινωνικών και οικονομικών επιπτώσεων της επιδημίας, όταν πλέον η επιδημία έχει εξαπλωθεί σημαντικά στην κοινότητα. Δεν υπάρχει ομοφωνία για το ποιος είναι ο κατάλληλος συνδυασμός, η κατάλληλη διάρκεια αυτών των φάσεων και των αντίστοιχών τους περιοριστικών μέτρων για τον έλεγχο της εξάπλωσης μίας επιδημίας.
Ο ΠΟΥ και ο ΟΗΕ συνιστούν την εκτεταμένη ανίχνευση, ιχνηλάτηση, απομόνωση κρουσμάτων («trace, test, treat») κατά τη φάση περιορισμού μίας επιδημίας αλλά και τη συνέχιση αυτής της πρακτικής (ανάλογα με τη διαθεσιμότητα των διαγνωστικών τεστ και του ανθρώπινου δυναμικού δημόσιας Υγείας) τουλάχιστον σε όλες τις ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες, όλους τους υγειονομικούς και όλους τους εγκλεισμένους πληθυσμούς, τόσο κατά τη φάση καθυστέρησης όσο και κατά τη φάση μετριασμού της επιδημίας.
Σε κάθε περίπτωση, τα διαθέσιμα βιβλιογραφικά και ιστορικά δεδομένα δείχνουν ότι η έγκαιρη εφαρμογή περιοριστικών μέτρων (στοχευμένων ή/και οριζόντιων) επιβραδύνει σημαντικά την εξέλιξη μιας επιδημίας, μειώνοντας τη συνολική της θνησιμότητα.
Για χώρες δε που εφάρμοσαν εκτεταμένα οριζόντια περιοριστικά μέτρα, η ύπαρξη μόνιμου μηχανισμού επιδημιολογικής επιτήρησης, η επάρκεια σε διαγνωστικά μέσα και ανθρώπινο δυναμικό για εκτεταμένη ανίχνευση, ιχνηλάτηση και στοχευμένη απομόνωση κρουσμάτων, είναι αναγκαίες προϋποθέσεις για έξοδο από γενικευμένο lockdown, αποφυγή 2ου επιδημικού κύματος και αποτελεσματική αντιμετώπιση των όποιων επιδημικών αναζωπυρώσεων, ιδίως σε περιπτώσεις χαμηλής γενικής ανοσίας του πληθυσμού.
Ετοιμότητα και πολιτικές αντιμετώπισης στην Ελλάδα
«Είναι προφανές ότι η επιδημική ετοιμότητα μίας χώρας δεν περιορίζεται στην έγκαιρη απλά ανίχνευση, παρακολούθηση (μέσω επιδημιολογικής επιτήρησης) και έλεγχο (μέσω φαρμακευτικών και μη-φαρμακευτικών παρεμβάσεων) των όποιων επιδημικών εξάρσεων, αλλά περιλαμβάνει ένα ευρύτερο πλέγμα συντονισμένων δράσεων για την αντιμετώπιση των υγειονομικών, κοινωνικών και οικονομικών επιπτώσεών τους», διαπιστώνουν οι ερευνητές και εστιάζοντας στην περίπτωση της Ελλάδας, αναφέρουν μεταξύ άλλων:
«Τα πρώτα κρούσματα Covid-19 στην Ελλάδα ήταν εισαγόμενα από Ιταλία και Ισραήλ (μεμονωμένοι Ελληνες ταξιδιώτες ή μέλη οργανωμένων εκδρομών). Κατά τις δύο πρώτες βδομάδες της επιδημίας δεν υπήρχαν ενδείξεις διασποράς του SARS-CoV2 στην κοινότητα, οπότε ακολουθήθηκε η κλασική μέθοδος στη δημόσια Υγεία της εργαστηριακής διάγνωσης, απομόνωσης των θετικών κρουσμάτων (σε θαλάμους αρνητικής πίεσης) και ιχνηλάτησης των επαφών τους με παράλληλη απομόνωσή τους κατ΄οίκον.
Η πολιτική αυτή εγκαταλείφθηκε την 15η μέρα της επιδημίας, στο 100ό επιβεβαιωμένο κρούσμα και αφού είχαν εντοπιστεί 11 κρούσματα άγνωστης επιδημιολογικής συσχέτισης ("ορφανά"), ένδειξη έναρξης διασποράς του ιού στην κοινότητα.
Η πρόωρη αυτή εγκατάλειψη της πολιτικής της επιθετικής ιχνηλάτησης (φάση περιορισμού της επιδημίας) επισημοποιήθηκε στις 16 Μάρτη, όταν ο ΕΟΔΥ ανακοίνωσε τα νέα αυστηρότερα κριτήρια εργαστηριακού ελέγχου, βάσει των οποίων εργαστηριακός έλεγχος διενεργείται μόνο σε ασθενείς με οξεία λοίμωξη του αναπνευστικού με πυρετό και βήχα ή δύσπνοια καθώς και σε υγειονομικούς, ηλικιωμένους και άτομα με σοβαρά υποκείμενα νοσήματα εφόσον φυσικά παρουσιάζουν συμπτώματα οξείας λοίμωξης.
Τα νέα κριτήρια που υιοθέτησε ο ΕΟΔΥ δεν είναι σε συμφωνία με τα προτεραιοποιημένα κριτήρια που θέτει ο ΠΟΥ στη φάση καθυστέρησης μίας επιδημίας. Με απουσία εντατικών στοχευμένων μέτρων περιορισμού, το υπουργείο Υγείας αποφάσισε την καθυστέρηση εξάπλωσης της επιδημίας μέσω της υιοθέτησης σταδιακά κλιμακούμενων μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης και κοινωνικής απομόνωσης (φάση καθυστέρησης της επιδημίας). Η σταδιακή εισαγωγή αυτών των μέτρων έγινε τη 12η μέρα της επιδημίας με την αναστολή λειτουργίας των ΚΑΠΗ και ολοκληρώθηκε την 25η μέρα με την απαγόρευση κυκλοφορίας των πολιτών.
Κατά τη φάση καθυστέρησης της επιδημίας, η ιχνηλάτηση των θετικών κρουσμάτων συνεχίστηκε μόνο σε λιγοστές περιπτώσεις εγκλεισμένων πληθυσμών (προληπτικά σε δομές φιλοξενίας ηλικιωμένων, σε δομές κράτησης ή φιλοξενίας μεταναστών και προσφύγων μετά από τυχαία αναγνώριση θετικών κρουσμάτων και πλέον πρόσφατα σε οικισμό Ρομά με πολλαπλά επιβεβαιωμένα κρούσματα).
Τα δε οριζόντια περιοριστικά μέτρα φαίνεται να έχουν επιβραδύνει προσώρας το ρυθμό εξάπλωσης της επιδημίας στην Ελλάδα, αν κρίνει κανείς από τη χαμηλή θνησιμότητα από Covid-19 στην Ελλάδα σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες και τον σταθεροποιημένο αριθμό νοσηλευομένων σε ΜΕΘ.
Τέλος, σύστημα επιδημιολογικής επιτήρησης και συστηματικού δειγματοληπτικού ελέγχου της επιδημίας Covid-19 δεν έχει ενεργοποιηθεί στην Ελλάδα, ενώ σημαντικά κενά παρατηρούνται στη συλλογή και κοινοποίηση αναλυτικών επιδημιολογικών δεδομένων. Τα αναμενόμενα χαμηλά ποσοστά ανοσίας στον γενικό πληθυσμό, λόγω των περιοριστικών μέτρων, καθιστούν την πορεία αντιμετώπισης της επιδημίας πολύμηνη και το σύστημα επιδημιολογικής παρακολούθησής της επιβεβλημένο».
Η πολιτική υποχρηματοδότησης και υποστελέχωσης της Υγείας
Σε ό,τι αφορά τα υγειονομικά μέτρα για την αντιμετώπιση της επιδημίας, η μελέτη αναφέρει: «Ως προς τα υγειονομικά μέτρα προετοιμασίας του συστήματος Υγείας, το οποίο κατά κοινή ομολογία ήταν απροετοίμαστο για την αντιμετώπιση μίας τέτοιας απειλής δημόσιας υγείας, λόγω της χρόνιας υποχρηματοδότησης και αποδυνάμωσής του σε υποδομές και προσωπικό, η κυβέρνηση άρχισε να λαμβάνει μέτρα αρχής γενομένης στις 25 Φεβρουαρίου με την 1η (εκ των τεσσάρων συνολικά που εξέδωσε έως τις 30 Μαρτίου) Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου (ΠΝΠ), μία μέρα δηλαδή πριν την επιβεβαίωση του πρώτου κρούσματος στη χώρα.
Παρά το γεγονός ότι ο ΠΟΥ είχε χαρακτηρίσει ήδη από τις 30 Ιανουαρίου την επιδημία Covid-19 παγκόσμια απειλή για τη δημόσια υγεία, το υπουργείο Υγείας άρχισε να προμηθεύεται διά απευθείας αναθέσεων (άρθρο 3, 1ης ΠΝΠ) υγειονομικό υλικό (μέσα ατομικής προστασίας, φάρμακα και αναπνευστήρες) στα τέλη Φεβρουαρίου, όταν πλέον στην παγκόσμια αγορά η ζήτηση για τέτοια προϊόντα είχε ήδη εκτιναχθεί.
Στα δε μέσα Μαρτίου άρχισε να αποδέχεται δωρεές (άρθρο 8, 3ης ΠΝΠ) από ιδιωτικούς και δημόσιους φορείς, για την εξασφάλιση του αναγκαίου εξοπλισμού του ΕΣΥ. Εως τις 12 Απριλίου το 66% της συνολικής χρηματοδότησης για αγορά ιατροτεχνολογικού εξοπλισμού και υγειονομικού υλικού για το ΕΣΥ προερχόταν από δωρητές.
Ο τρόπος αυτός χρηματοδότησης του ΕΣΥ μέσω δωρεών κρίνεται ως μη βιώσιμος για την μεσο- και μακροπρόθεσμη αντιμετώπιση της επιδημίας Covid-19. Η διεύρυνση της φορολογικής βάσης - μέσω της αντιμετώπισης της φοροαποφυγής και της κατάργησης των φοροαπαλλαγών μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων μεταξύ των οποίων και αυτές των δωρητών - και η αύξηση της δημόσιας χρηματοδότησης του ΕΣΥ αποτελούν τη μόνη βιώσιμη εναλλακτική λύση για την ουσιαστική ενίσχυση της επιδημικής ετοιμότητας του συστήματος Υγείας σε μεσο- και μακροπρόθεσμη βάση.
Ως προς τις πολιτικές ενδυνάμωσης και ασφάλειας του υγειονομικού δυναμικού του ΕΣΥ και των υπηρεσιών δημόσιας Υγείας, έντονη ανησυχία προκαλεί η εμφανής υποτίμηση από πλευράς υπουργείου Υγείας της ανάγκης κατεπείγουσας ενίσχυσης και προστασίας του καθώς και του χρονικού βάθους της επιδημικής κρίσης Covid-19 στην Ελλάδα.
Ενδεικτικά αναφέρεται ότι στα τέλη Φεβρουαρίου η 1η ΠΝΠ προέβλεπε την ενίσχυση του ανθρώπινου δυναμικού του ΕΣΥ, διά της ανάκλησης αδειών και της εσωτερικής μετακίνησης εργαζομένων εντός του ΕΣΥ (άρθρο 2), ενώ οι πρώτες 2.000 προσλήψεις υγειονομικών ΕΣΥ ανακοινώθηκαν μόλις την 15η μέρα από την έναρξη της επιδημίας.
Ο δε ΕΟΔΥ ενισχύθηκε τις πρώτες κρίσιμες μέρες με μόλις 30 εργαζόμενους, γεγονός προφανώς το οποίο συνδέεται με την πρόωρη εγκατάλειψη της πολιτικής μαζικής ανίχνευσης και ιχνηλάτησης κρουσμάτων στην Ελλάδα, αλλά και την πλημμελή συλλογή και καταγραφή επιδημιολογικών δεδομένων για την εξέλιξη της επιδημίας Covid-19 στη χώρα μας.
Πλημμελής επίσης υπήρξε και η εκπαίδευση καθώς και ο εξοπλισμός του υγειονομικού προσωπικού με μέσα ατομικής προστασίας. Εως τις 12 Απριλίου καταγράφηκαν 138 κρούσματα Covid-19 σε υγειονομικούς (6,5% του συνολικού αριθμού των επιβεβαιωμένων κρουσμάτων στη χώρα), με το 51,5% των κρουσμάτων να εντοπίζονται σε νοσοκομεία του ΕΣΥ στην Αττική και το 30% σε νοσοκομεία της Κεντρικής Μακεδονίας (Καστοριά) και της Δυτικής Πελοποννήσου (Πάτρα).
Η πρόσληψη, τέλος, υγειονομικού προσωπικού εν μέσω πανδημίας με συμβάσεις ορισμένου χρόνου (4μηνες για τους εργαζόμενους στον ΕΟΔΥ, 3μηνες για τους εργαζόμενους στις Κινητές Μονάδες Υγείας και 2ετείς για τους νεοπροσληφθέντες στο ΕΣΥ), πέραν του ότι αποκαλύπτει την αδυναμία εκτίμησης του βάθους της επιδημικής κρίσης από πλευράς υπουργείου Υγείας, δεν αποτελεί βιώσιμη λύση για την μεσο- και μακροπρόθεσμη αντιμετώπιση της πανδημίας.
Η πρόσληψη όλου του αναγκαίου προσωπικού στις υπηρεσίες δημόσιας Υγείας και το ΕΣΥ με μόνιμη εργασιακή σχέση, αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την ασφαλή έξοδο από το lockdown και την επιδημική θωράκιση της χώρας τους επόμενους μήνες.
Ιδιαίτερο, τέλος, προβληματισμό προκαλεί ο εμπροσθοβαρής και με ιδιαίτερη επιμέλεια σχεδιασμός του υπουργείου Υγείας, έτσι όπως αυτός ξεδιπλώνεται εν μέσω υγειονομικής διαχείρισης της επιδημικής κρίσης στην Ελλάδα, για τη σύναψη συμβολαιακών σχέσεων μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου τομέα στο χώρο της Υγείας.
Είναι ενδεικτικό ότι σχεδόν το 42% της εγκεκριμένης δαπάνης του υπουργείου Υγείας για την αντιμετώπιση των υγειονομικών επιπτώσεων της επιδημίας κατευθύνεται στον ιδιωτικό - κερδοσκοπικό τομέα Υγείας με όρους πολλαπλάσιου κόστους για τα ασφαλιστικά ταμεία και τον κρατικό προϋπολογισμό.
Η εγκατάλειψη της πολιτικής σύναψης συμβολαίων με τον ιδιωτικό τομέα Υγείας (πόσο δε μάλλον σε συνθήκες κατεπείγουσας, αδιαφανούς διαχείρισής τους) και η επίταξη των υποδομών του, με ένταξή τους στον κεντρικό σχεδιασμό του υπουργείου Υγείας αποτελούν τη μόνη ρεαλιστική λύση για την άμεση και μελλοντική αντιμετώπιση των υγειονομικών επιπτώσεων της επιδημίας».
Ορισμένα συμπεράσματα
Η μελέτη καταλήγει στα εξής συνοπτικά συμπεράσματα: «Η επιδημία της νόσου του νέου κορονοϊού (Covid-19) αποκαλύπτει με τον πλέον οδυνηρό τρόπο την έλλειψη επιδημικής ετοιμότητας στις υπηρεσίες δημόσιας Υγείας και τις χρόνιες ευαλωτότητες του εθνικού συστήματος Υγείας στην Ελλάδα, προϊόντα αμφότερα της χρόνιας υποχρηματοδότησης και αποδιάρθρωσής του. Η επιτυχής επιβράδυνση του 1ου επιδημικού κύματος Covid-19, έδωσε χρόνο ο οποίος όφειλε να είχε χρησιμοποιηθεί για τη θωράκιση και ενίσχυση των παραπάνω υπηρεσιών.
Δεδομένων των κατά πάσα πιθανότητα χαμηλών ποσοστών ανοσίας του γενικού πληθυσμού, ως αποτέλεσμα των οριζόντιων περιοριστικών μέτρων, υψηλός είναι ο κίνδυνος τοπικών αναζωπυρώσεων ή και άλλων επιδημικών κυμάτων, μετά την άρση του lockdown και εντός των επόμενων μηνών ή και έτους.
Με βάση τα παραπάνω γίνεται ξεκάθαρο ότι η επιδημία Covid-19 δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως μία έκτακτη κατάσταση ολίγων εβδομάδων, αντιθέτως απαιτεί μακρόπνοο σχεδιασμό, επαρκή χρηματοδότηση και οργάνωση.
Η σύσταση μόνιμου μηχανισμού επιδημιολογικής επιτήρησης και δειγματοληπτικής παρακολούθησης της επιδημίας σε πραγματικό χρόνο, η επάρκεια ανθρώπινου δυναμικού και διαγνωστικών μέσων στις υπηρεσίες δημόσιας Υγείας και η ολόπλευρη θωράκιση της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας και των νοσοκομειακών υποδομών του ΕΣΥ αποτελούν αναγκαίες προϋποθέσεις για την αντιμετώπιση της επιδημικής κρίσης την επόμενη περίοδο».
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ