18/4/20

ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ «Ράβουν» από σήμερα το αντεργατικό κοστούμι για την επερχόμενη οικονομική κρίση

Στο έδαφος του τεράστιου αντεργατικού οπλοστασίου που διαμόρφωσαν όλες οι κυβερνήσεις ΝΔ - ΣΥΡΙΖΑ - ΠΑΣΟΚ
Με ολοένα και πυκνότερες τοποθετήσεις και παρεμβάσεις τους, τα κυβερνητικά στελέχη και ενώσεις του κεφαλαίου έρχονται να επιβεβαιώσουν το γεγονός ότι το μπαράζ των νέων αντεργατικών μέτρων εν μέσω πανδημίας, όπως και η κλιμάκωση της επίθεσης της εργοδοσίας μέσα στους χώρους δουλειάς, δεν αποτελούν «έκτακτο» και «προσωρινό» φαινόμενο.
Τόσο στις προκλητικές αξιώσεις που διατυπώνουν ο ΣΕΒ, ο ΣΕΤΕ και άλλα αστικά επιτελεία τις τελευταίες μέρες, όσο και στη χαρακτηριστική αναφορά στο διάγγελμα του πρωθυπουργού ότι πρέπει «τα μέτρα της επικαιρότητας να γίνουν πυροδότες διαρκών μεταρρυθμίσεων», αποτυπώνεται το γεγονός ότι τα αντεργατικά μέτρα που λαμβάνονται σήμερα έρχονται για να μείνουν. Αποτελούν πάγιες αξιώσεις του κεφαλαίου, πατούν σε όλο το προηγούμενο οπλοστάσιο που διασφάλισαν στους επιχειρηματικούς ομίλους όλες οι κυβερνήσεις ΝΔ - ΣΥΡΙΖΑ - ΠΑΣΟΚ, ενώ σήμερα επιταχύνονται, στο φόντο της πανδημίας, με το βλέμμα ακριβώς στην «επόμενη μέρα», στην επερχόμενη οικονομική κρίση και την προσπάθεια του κεφαλαίου να ρίξει για μια ακόμα φορά τα βάρη στις πλάτες των εργαζομένων.

Μπαράζ αντεργατικών μέτρων... «πυροδότες» της επίθεσης της «επόμενης μέρας»
Το «εναρκτήριο λάκτισμα» της νέας αντεργατικής κλιμάκωσης προκειμένου να προφυλαχτεί όσο γίνεται η καπιταλιστική κερδοφορία έδωσε η ίδια η κυβέρνηση με ένα μπαράζ Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου και Κοινών Υπουργικών Αποφάσεων από τα μέσα του Μάρτη. Με τα μέτρα αυτά, αφενός ενίσχυσε ακόμα περισσότερο το ήδη τεράστιο αντεργατικό οπλοστάσιο του κεφαλαίου, για την παραπέρα απογείωση της «ευελιξίας» και την ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων, αφετέρου διασφάλισε στους επιχειρηματικούς ομίλους πληθώρα νέων ενισχύσεων, «διευκολύνσεων» και «χρηματοδοτικών εργαλείων», τα οποία βέβαια θα φορτωθούν και πάλι στις πλάτες των εργαζομένων και του λαού.
Η κυβέρνηση, μεταξύ άλλων:
1. Εδωσε τη δυνατότητα στην εργοδοσία, με τη διάταξη για τον «ορισμό προσωπικού ασφαλούς λειτουργίας της επιχείρησης», να επιβάλλει μονομερώς εκ περιτροπής εργασία, μειώνοντας μισθούς έως και 50%, στο άψε - σβήσε, χωρίς έστω και αυτές τις προσχηματικές διαδικασίες «διαβούλευσης» και «ενημέρωσης» που προβλέπονταν μέχρι τώρα.
2. Νομιμοποίησε όλες τις απολύσεις που έκαναν οι επιχειρήσεις για ένα ολόκληρο 20ήμερο από την αρχή της εξάπλωσης του κορονοϊού: Από 1 έως 20 Μάρτη έγιναν πάνω από 110.000 απολύσεις, με την κυβέρνηση να λέει... «περασμένα - ξεχασμένα». Αλλά και στη συνέχεια, διασφάλισε τη δυνατότητα των επιχειρήσεων να συνεχίσουν να απολύουν, καθώς οι περιβόητες... «ρήτρες προστασίας των θέσεων εργασίας» δεν αφορούν τις «οικειοθελείς αποχωρήσεις» (όπως βαφτίζονται χιλιάδες αναγκαστικές παραιτήσεις) ή τις λήξεις συμβάσεων ορισμένου χρόνου, που κάθε μήνα ανέρχονται σε δεκάδες χιλιάδες. Ετσι, ο Μάρτης έκλεισε με σχεδόν 145.000 απολύσεις, ενώ καταγράφηκαν 41.900 περισσότερες απολύσεις από τις προσλήψεις, σε ένα μήνα μάλιστα που από το 2013 (από τότε υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία) μέχρι και το 2019 καταγράφεται πάντα θετικό ισοζύγιο! Στα επίσημα στοιχεία που δόθηκαν χτες στη δημοσιότητα, οι εγγεγραμμένοι άνεργοι στον ΟΑΕΔ έφτασαν τον περασμένο Μάρτη τα 1.131.646 άτομα!
3. Εδωσε τη δυνατότητα στην εργοδοσία να επιβάλλει μεταφορά εργαζομένων από τη μια στην άλλη επιχείρηση ενός επιχειρηματικού ομίλου, χωρίς να διασφαλίζονται τα δικαιώματά τους.
4. Ξεκαθάρισε με την τελευταία ΠΝΠ ότι κάθε επιχείρηση μπορεί να κάνει συνδυασμένη χρήση όλων των «εργαλείων ευελιξίας». Κατά συνέπεια, μια επιχείρηση μπορεί ταυτόχρονα να επιβάλλει μονομερώς εκ περιτροπής εργασία σε μέρος του προσωπικού, να αναστέλλει τις συμβάσεις εργασίας σε ένα άλλο μέρος, να συνδυάζει αυτό το μέτρο και τηλεργασία στον ίδιο εργαζόμενο, να μεταφέρει άλλους εργαζόμενους από επιχείρηση σε επιχείρηση του ίδιου ομίλου, ενώ την ίδια στιγμή μπορεί να επιβάλλει σε άλλους εργαζόμενους υπερωριακή απασχόληση, φτάνοντας έως και τις 13 ώρες εργασίας ημερησίως.
Πάγιες αξιώσεις για νέες ενισχύσεις και παραπέρα επέκταση του «δουλεμπορίου»
Πάνω σε αυτό ακριβώς το έδαφος ο ΣΕΒ με παρεμβάσεις του επαναφέρει διαχρονικές απαιτήσεις του κεφαλαίου, για παραπέρα επέκταση του αίσχους του «δουλεμπορίου» εργαζομένων, τις οποίες θέτει σήμερα πιο επιτακτικά ενόψει της επερχόμενης οικονομικής κρίσης.
Σε αυτό το πλαίσιο:
-- Πατώντας στην κυβερνητική ΠΝΠ για τη μεταφορά εργαζομένων μέσα στον ίδιο όμιλο χωρίς κατοχύρωση των δικαιωμάτων τους, απαιτεί «κάλυψη των αναγκών με τη μεταφορά εργαζομένων μέσω σχημάτων "δανεισμού", ένα σχήμα το οποίο ήδη προβλέπεται από τη νομοθεσία και εφαρμόζεται ήδη, είτε ενδοομιλικά είτε μέσω εταιρειών προσωρινής απασχόλησης. Επιχειρήσεις που υπολειτουργούν να "δανείζουν" εργαζόμενους σε επιχειρήσεις προμηθευτών ή πελατών τους που αντιμετωπίζουν ελλείψεις προσωπικού με διατήρηση των συμβατικών τους προβλέψεων».
-- Αντίστοιχα, αξιώνει τη δυνατότητα για «συνεργασίες μεταξύ ανεξάρτητων επιχειρήσεων, με προσωπικό προμηθευτών ή πελατών το οποίο βρέθηκε, λόγω της συγκυρίας, εκτός εργασίας», φέρνοντας ως παράδειγμα πως «θα μπορούσε να εξεταστεί η διανομή προϊόντων από τα σούπερ μάρκετ ή τις επιχειρήσεις ηλεκτρονικών ειδών στα σπίτια των καταναλωτών, αν μπορεί να γίνει από των αναλόγων ειδικοτήτων προσωπικό εκείνων των επιχειρήσεων προμηθευτών τους που αντιμετωπίζουν μείωση εργασιών».
-- Απαιτεί επίσης «την επέκταση υφιστάμενων επιχειρηματικών συνεργασιών σε τμήματα της παραγωγής και διανομής προϊόντων για λογαριασμό τρίτων. Ουσιαστικά πρόκειται για μια χρήση του μοντέλου της υπεργολαβίας ώστε να καλυφθούν άμεσα όχι μόνο οι ανάγκες σε ανθρώπινο δυναμικό αλλά και σε κεφαλαιουχικό εξοπλισμό (μεταφορικά μέσα κ.λπ.) ή/και συνδυαστικά αυτών των δύο εναλλακτικών».
Με δυο λόγια, όπως σχολίασε και το ΠΑΜΕ, το κεφάλαιο απαιτεί «ο εργαζόμενος να γίνεται έρμαιο του κάθε εργοδότη, που θα μπορεί να τον απασχολεί όπου, όπως και σε ό,τι θέλει. Χωρίς προστασία, χωρίς καμία διασφάλιση, όπως έχει αποδειχθεί σε αναρίθμητα παραδείγματα ήδη με το σχήμα των υπεργολάβων - "δουλεμπόρων"».
Πρόσθετα στα παραπάνω, ο ΣΕΒ επανήλθε προχτές αξιώνοντας «μεταρρυθμίσεις» και «ζεστό» χρήμα. Μεταξύ άλλων, αξιώνει μέτρα για «επανεκκίνηση της οικονομίας όσο το δυνατόν νωρίτερα και δυναμικότερα», με επιτάχυνση των «μεταρρυθμίσεων» και των αποκρατικοποιήσεων, με στόχο τη «μεταρρυθμιστική μεταμόρφωση της χώρας» («total reform») το 2020... σε αντιστοιχία με την αναφορά Μητσοτάκη για «πυροδότηση διαρκών μεταρρυθμίσεων», στη βάση των κατά τ' άλλα... «έκτακτων» και «προσωρινών» αντεργατικών μέτρων.
Ο ΣΕΒ ζητάει επίσης «προστασία του παραγωγικού ιστού» με «οριζόντια αντισταθμιστικά μέτρα», δηλαδή νέο «ζεστό» χρήμα, «μηχανισμούς ταχείας υλοποίησης» για δημόσιες επενδύσεις, ώστε το κράτος να γίνει ακόμα πιο «επιτελικό» στην ενίσχυση του κεφαλαίου. Επίσης, οι βιομήχανοι ζητούν «στοχευμένες διεκδικήσεις από τα Ευρωπαϊκά Ταμεία», αφού, όπως λένε, η Ελλάδα είναι η «περισσότερο ευάλωτη χώρα της Ευρώπης».
Κρίσιμη η αγωνιστική απάντηση στις σημερινές συνθήκες
Ολα τα παραπάνω δείχνουν πως κυβέρνηση και κεφάλαιο μόνο... σε καραντίνα δεν είναι. Το αντίθετο, έχουν επιδοθεί σε έναν αγώνα δρόμου για να προλάβουν να «ρίξουν τις βάσεις» ώστε και στην επικείμενη οικονομική κρίση τα βάρη να φορτωθούν στις πλάτες των εργαζομένων και του λαού.
Γι' αυτό ακριβώς είναι κρίσιμο το εργατικό κίνημα να μη δώσει καθόλου χρόνο σε αυτήν την επίθεση, να προσπεράσει και όλες τις δυνάμεις που την στηρίζουν πετώντας μπανανόφλουδες του τύπου «θα λογαριαστούμε μετά». Οι πολύμορφες και συντονισμένες αγωνιστικές παρεμβάσεις που ξεδιπλώνονται αυτό ακριβώς το διάστημα σε μια σειρά από κλάδους, μέσα στις σημερινές συνθήκες και κόντρα στις δυσκολίες, αποτελούν εφόδιο και παρακαταθήκη για να δυναμώσει η αντίσταση στην αντεργατική κλιμάκωση, για την οργάνωση της αντεπίθεσης των εργαζομένων και του λαού.
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ