Του Σπύρου Τζόκα*
Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις που λέει και ο λαός μας. Μια συμβολική φωτογραφία-στιγμιότυπο από τις μεγάλες εργατικές κινητοποιήσεις στη Θεσσαλονίκη, με ημερομηνία 9 Μαΐου 1936, που καταγράφει την αγριότητα του καθεστώτος, την τρομοκρατία και τον αυταρχισμό της περιόδου εκείνης.
Ο τριαντάχρονος Τάσος Τούσης, από το Ασβεστοχώρι, νεκρός στο δρόμο και η μητέρα του πεσμένη στα γόνατα, ικέτιδα προς τους χωροφύλακες να σταματήσουν να πυροβολούν και να πέφτουν και άλλοι νέοι νεκροί και τραυματίες στο λιθόστρωτο... Εικόνα αρχαίας τραγωδίας.
Και η ιστορία του, η μικρή ιστορία ενός έντιμου βιοπαλαιστή. Ο Τάσος ήταν επαγγελματίας οδηγός και συντηρούσε την οικογένειά του, τη μητέρα του και τις τέσσερις αδελφές του. Προκομμένος και εργατικός νέος καθώς ήταν, κατάφερε μετά το γάμο του να αποκτήσει με φοβερές οικονομίες ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο για να δουλέψει μόνος του. Η καπνεργάτρια Έλλη, η γυναίκα του, ήταν πάντα στο πλευρό του και τον βοηθούσε. Έχτιζαν τη ζωή τους λιθαράκι - λιθαράκι.
Στις 9 Μαΐου οι αυτοκινητιστές είχαν κηρύξει απεργία. Ο Τάσος, όπως έκανε πάντα, συμμετείχε στην απεργία. Δεν πήγε στη δουλειά και κατέβηκε στη συγκέντρωση με τους συναδέλφους του. Στη διαδήλωση ομάδα απεργών προσπάθησαν να εμποδίσουν κάποιους απεργοσπάστες.
Σε μια τέτοια ενέργεια, στην οδό Μ. Αλεξάνδρου, οι χωροφύλακες επιτέθηκαν στους διαδηλωτές με πυροβολισμούς. Πυροβολισμούς στο ψαχνό. Εκεί ο Τάσος άφησε την τελευταία του πνοή. Το παλικάρι που καμάρωναν οι συγγενείς και οι φίλοι του. Το αποκούμπι της χαροκαμένης μάνας.
«Το φάγανε το παλικάρι μου».
Η φωτογραφία αυτή απέκτησε τη δική της ιστορία. Ο σπαραγμός της μάνας έγινε πηγή έμπνευσης για τον τότε 27χρονο, ανερχόμενο ποιητή, Γιάννη Ρίτσο. Με τον τίτλο «Μοιρολόι», η εφημερίδα Ριζοσπάστης φιλοξενούσε, στις 12 Μαΐου, τα πρώτα δείγματα της νέας ποιητικής του συλλογής.
Ο «Επιτάφιος» γνώρισε από τη γέννα του τις διώξεις και τον αποκλεισμό, αλλά είχε μεγάλη απήχηση στο λαό. Παραδόθηκε τελικά στην πυρά μαζί με τα άλλα «απαγορευμένα βιβλία» που την καταστροφή τους διέταξε η δικτατορία του Μεταξά, που επιβλήθηκε λίγους μήνες αργότερα. Στους Στύλους του Ολυμπίου Διός κάηκαν τα τελευταία 250 εναπομείναντα αντίτυπα μαζί με άλλα «ανατρεπτικά» βιβλία.
Το αίμα, οι 12 νεκροί διαδηλωτές και οι 300 τραυματίες, οι εκτεταμένες συμπλοκές που σημειώθηκαν στους δρόμους της Θεσσαλονίκης και η λαϊκή συμμετοχή έδιναν στην καθολική διαμαρτυρία τη μορφή εξέγερσης. Η κατάσταση ήταν εκρηκτική.
Το καθεστώς αντέδρασε ακαριαία. Στρατιωτικές δυνάμεις έζωσαν την πόλη. Ο λαός δεν το έβαλε κάτω, δεν κάθισε στα αυγά του. Ετοίμασε την αντίστασή του. Το καλοκαίρι του 1936 ήταν θερμό. Εξεγέρσεις και απεργίες είχαν δημιουργήσει μια εκρηκτική κατάσταση.
Οι δύο μεγάλες Συνομοσπονδίες των εργαζομένων, η Γενική και η Ενωτική, αποφάσισαν να κηρύξουν γενική πανελλαδική απεργία στις 5 Αυγούστου. Δεν πρόλαβαν, όμως. Δεν ξημέρωσε απεργιακά η 5η Αυγούστου, γιατί τα ξημερώματα η απεργία ματαιώθηκε βίαια. Η πόλη ξύπνησε ανώμαλα. Το προηγούμενο βράδυ έγιναν χιλιάδες συλλήψεις. Άνοιξαν οι φυλακές και τα κρατητήρια. Ανάμεσά τους και οι ηγέτες των συνδικάτων. «Δικτατορία» ψιθύριζε ο κόσμος. Το είχαν ξαναδεί το έργο. Ένας άλλος τώρα δικτάτορας… ο Ιωάννης Μεταξάς.
*Ο Σπύρος Τζόκας είναι πανεπιστημιακός - συγγραφέας
Πηγή:902.gr