Χωρίς αποφάσεις, ενδεικτικό ξανά των μεγάλων αντιθέσεων στο εσωτερικό της ιμπεριαλιστικής ένωσης, κατέληξε ένα ακόμα Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των ηγετών της Ένωσής, που πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη μέσω τηλεδιάσκεψης.
Η Σύνοδος είχε βασικό θέμα την πρόταση για το «Ταμείο Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης», προϊόν κι αυτή του γαλλογερμανικού «συμβιβασμού» στο πρόσφατο Γιούρογκρουπ, και παρέπεμψε ξανά... λίγο παρακάτω - και συγκεκριμένα στην επόμενη τηλεδιάσκεψη στις 6 Μάη - την αναζήτηση των όποιων εύθραυστων συμβιβασμών γύρω από τους όρους και τη μοιρασιά για τη θωράκιση των επιχειρηματικών ομίλων της ΕΕ από την καπιταλιστική κρίση που «χτυπάει την πόρτα», στέλνοντας σε κάθε περίπτωση το λογαριασμό στους λαούς.
Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ, μετά το πέρας της Συνόδου, σημείωνε πως οι ηγέτες ζήτησαν από την Κομισιόν να επεξεργαστεί τα «σημεία μιας κοινής προσέγγισης» που θα παρουσιάσει στις 6 Μάη, παραδεχόμενος πως η συμφωνία για το Ταμείο και τον προϋπολογισμό της ΕΕ «θα είναι δύσκολη, αλλά υπάρχει ισχυρή πολιτική βούληση», ενώ ενδεικτικές είναι και οι διαρροές που αποδίδονται σε διπλωματικές πηγές, πως οι ηγέτες της ΕΕ «κινήθηκαν προς τα εμπρός χωρίς πραγματική σύμπνοια. Επαφίεται τώρα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να τετραγωνίσει τον κύκλο».
Από την πλευρά της, η επικεφαλής της Κομισιόν, Ούρσουλα Φον ντερ Λάιεν, με το βλέμμα στην ψαλίδα ανάμεσα στα καπιταλιστικά κράτη - μέλη που ανοίγει παραπέρα απειλώντας και τη συνοχή της Ενωσης, σημείωσε ότι «η ανάκαμψη δεν θα είναι συμμετρική αν δεν υπάρχει κοινή δράση» και τόνισε ότι αυτή πρέπει να σχεδιαστεί βάσει των ψηφιακών και «πράσινων» προτεραιοτήτων της ΕΕ, που έχουν στόχο να βρουν κερδοφόρες διεξόδους για τα υπερσυσσωρευμένα κεφάλαια που προκαλούν την καπιταλιστική κρίση, αλλά και ότι η Κομισιόν θα εξετάσει «καινοτόμα χρηματοδοτικά εργαλεία» στον επόμενο προϋπολογισμό, στέλνοντας σε κάθε περίπτωση τον λογαριασμό στους λαούς.
Είχε προηγηθεί η «δραματική» έκκληση της προέδρου της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, η οποία προειδοποιώντας με ύφεση έως και 15% εντός του 2020, ζήτησε «γρήγορη δράση» και ακόμα πιο γενναία στήριξη των επιχειρηματικών ομίλων, σημειώνοντας ότι οι ηγέτες της ΕΕ κινδυνεύουν να «κάνουν πολύ λίγα, πολύ αργά».
«Στον αφρό» οι μεγάλες αντιθέσεις
Σύμφωνα με δημοσιεύματα σε διεθνή ειδησεογραφικά πρακτορεία, το σχέδιο της Κομισιόν που παρουσιάστηκε ως βάση συζήτησης ανέρχεται στα 2 τρισ. ευρώ και μεταξύ άλλων προβλέπει ότι η ΕΕ θα ενσωματώσει ένα «Ταμείο Ανάκαμψης», ύψους 300 δισ. ευρώ, στον προϋπολογισμό της για την περίοδο 2021 - 2027, καθώς και δύο ταμεία ύψους 200 δισ. ευρώ για την προστασία των εσωτερικών αγορών της, ότι θα αναδιαρθρώσει άλλα και ότι θα δανειστεί 320 δισ. ευρώ από τις κεφαλαιαγορές, με το μισό ποσό από τα κεφάλαια που θα αντλήσει να δίνεται στις χώρες με τη μορφή δανείων και το υπόλοιπο να παραμένει στον προϋπολογισμό της ΕΕ, για να καλύπτει τους ετήσιους τόκους, ύψους περίπου 500 εκατ. ευρώ.
Στη Σύνοδο, με αφορμή τους όρους για τη χρηματοδότηση του ταμείου αυτού, όπως και το αν τα σχετικά κονδύλια θα δίνονται με όρους «επιχορηγήσεων», οδηγώντας δηλαδή σε μια έμμεση «αμοιβαιοποίηση» των χρεών ανάμεσα στα κράτη - μέλη ή με όρους δανείων, ήρθαν ξανά στην επιφάνεια οι αγιάτρευτες αντιθέσεις που οξύνονται στο έδαφος της ανισομετρίας των καπιταλιστικών οικονομιών της ΕΕ, απειλώντας ακόμα και την ίδια τη συνοχή της ιμπεριαλιστικής ένωσης.
Στο τραπέζι άλλωστε βρίσκεται σταθερά το αίτημα των υπερχρεωμένων κρατών της Ευρωζώνης να μπορούν - με την «εγγύηση» της ΕΕ, επί της ουσίας της Γερμανίας - να δανειστούν φτηνά από τις διεθνείς αγορές για να τροφοδοτήσουν τις εκτεταμένες κρατικές παρεμβάσεις που απαιτούνται για τη διάσωση και ανάκαμψη των επιχειρηματικών τους ομίλων, «αίτημα» που στον έναν ή τον άλλο βαθμό αποτυπώθηκε και σε όλες τις προτάσεις που επαναλήφθηκαν προ της Συνόδου, όπως αυτές για την έκδοση «αέναων ομολόγων», χωρίς να δουν το ήδη πολύ μεγάλο κρατικό τους χρέος να διογκώνεται παραπέρα, με ό,τι αυτό σηματοδοτεί συνολικά για την ανταγωνιστικότητά τους.
Προτάσεις που βέβαια συνδέονται και με τα σχέδια για ακόμα στενότερη «δημοσιονομική ένωση» ανάμεσα στα κράτη - μέλη, που σηματοδοτούν μνημόνια διαρκείας για τους λαούς, αφού, όπως χαρακτηριστικά έγραφε γνωστός οικονομολόγος την περασμένη βδομάδα, «θα ήταν αφελές να φανταστεί κανείς πως θα υπήρχαν χώρες που θα μεταφέρουν τεράστιες ποσότητες των δικών τους χρημάτων σε άλλες και θα εγγυώνται για τα χρέη τους χωρίς να έχουν λόγο και με το παραπάνω στο πώς θα δαπανηθούν τα εν λόγω κεφάλαια».
Από την άλλη, οι «συντεταγμένες» που οριοθετούν τους στόχους της Γερμανίας - η οποία όπως επισημαίνουν στις αναλύσεις τους αστικά επιτελεία, όπως το ίδρυμα «Bruegel», με το τεράστιας έκτασης «επεκτατικό» πρόγραμμα στο εσωτερικό της για τη θωράκιση των δικών της επιχειρηματικών ομίλων, ανοίγει κι άλλο την «ψαλίδα» με τα υπόλοιπα κράτη - αφορούν από τη μια την προσπάθεια να διατηρηθεί η συνοχή της Ευρωζώνης, η ενιαία αγορά και το ευρώ, που αποτελεί και τη βάση των γερμανικών εξαγωγών, και από την άλλη να διατηρηθεί το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα του φτηνού δανεισμού σε σχέση με τα άλλα κράτη - μέλη της Ευρωζώνης, με το βλέμμα στον ανταγωνισμό με ΗΠΑ και Κίνα.
Δίνοντας το στίγμα των παραπάνω, η Γερμανίδα καγκελάριος, λίγο πριν την έναρξη της Συνόδου στη γερμανική Βουλή, σημείωνε με νόημα πως η έκδοση ευρωομολόγων θα ήταν διαδικασία «χρονοβόρα και δύσκολη», επειδή τα κράτη - μέλη θα παρέδιδαν στην ΕΕ μέρος των δημοσιονομικών τους δικαιωμάτων και θα έπρεπε να αλλάξουν οι ευρωπαϊκές Συνθήκες, τονίζοντας πως το «βέλτιστο εργαλείο για την αλληλέγγυα χρηματοδότηση κοινών στόχων στην ΕΕ» είναι ο προϋπολογισμός της ιμπεριαλιστικής ένωσης, όπου τα κράτη - μέλη μπορούν να διαθέσουν για ένα ορισμένο διάστημα μεγαλύτερα ποσά.
Ενώ νωρίτερα μέσα στη βδομάδα ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Ολαφ Σολτς σημείωνε πως η συμφωνία γύρω από το ταμείο δεν επείγει, συμπληρώνοντας ωστόσο πως «ως ένα μεγάλο εξαγωγικό έθνος, εμείς οι Γερμανοί έχουμε συμφέρον να ανακάμψουμε οικονομικά όχι μόνο εμείς, αλλά να συμβεί επίσης αυτό και στην υπόλοιπη Ευρώπη, γιατί είμαστε στενά συνδεδεμένοι με όλες τις χώρες».
Την αναζήτηση συμβιβασμών από την πλευρά της Γερμανίας αποτυπώνει και η δήλωση του Πορτογάλου πρωθυπουργού Αντ. Κόστα, που δήλωσε πως αντιρρήσεις για τις επιχορηγήσεις εξέφρασαν οι Αυστρία, Ολλανδία, Δανία, Σουηδία, αλλά όχι η Γερμανία που «ήταν μία χώρα που είχε ανοιχτή διάθεση για διαπραγμάτευση».
Την ίδια ώρα, ο Πρόεδρος της Γαλλίας, Εμ. Μακρόν, δήλωνε στη Σύνοδο πως το πακέτο διάσωσης πρέπει να είναι στο ύψος του 5% - 10% του ΑΕΠ της ΕΕ, με όρους επιχορηγήσεων και όχι δανείων, σημειώνοντας χαρακτηριστικά πως «διάφορα εργαλεία συζητιούνται. Αυτό που έχει σημασία είναι η απάντηση να είναι όση χρειάζεται, χρηματοδοτημένη από ένα χρέος που παραπέμπεται για το μέλλον και είναι εγγυημένο κοινά, που στην άλλη του πλευρά έχει τις απαραίτητες επιχορηγήσεις στις βαρύτερα χτυπημένες περιοχές και οικονομικούς τομείς». Ενώ επισημαίνοντας τις διαφωνίες για το μέγεθος και το «σχήμα» των πακέτων, σημείωσε ξανά πως το «ευρωπαϊκό εγχείρημα» δεν θα έχει μέλλον αν τα κράτη - μέλη αποτύχουν να απαντήσουν σε αυτό το «εξαιρετικό σοκ».
Από την πλευρά τους, ο Ιταλός πρωθυπουργός, καθώς και οι πρωθυπουργοί της Ισπανίας και της Γαλλίας ζήτησαν να υπάρχει ένας «κουμπαράς» και να παρέχει σε κάθε περίπτωση επιχορηγήσεις και όχι δάνεια στα κράτη - μέλη.
Στο λαό ο λογαριασμός
Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, ο πρωθυπουργός Κυρ. Μητσοτάκης, μεταφέροντας τα «θέλω» του εγχώριου κεφαλαίου και με την πλήρη σύμπνοια των υπόλοιπων αστικών πολιτικών δυνάμεων, όπως έδειξε ξανά και η τοποθέτηση Τσίπρα στη σύνοδο των Ευρωπαίων σοσιαλδημοκρατών, υποστήριξε «την επείγουσα συγκρότηση ενός Ταμείου Ανάκαμψης επιπροσθέτως της λειτουργίας του Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου (ΠΔΠ)», σημειώνοντας ότι θα πρέπει αυτό να χρηματοδοτηθεί με κάποιου είδους κοινό εργαλείο μακροπρόθεσμου χρέους, να λειτουργήσει «εμπροσθοβαρώς» και να εστιάσει πρωτίστως σε επιχορηγήσεις προς τα κράτη - μέλη παρά σε δάνεια, λέγοντας ότι «δεν πρέπει να επιτρέψουμε περαιτέρω αύξηση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ».
Ενώ με το βλέμμα στην περιβόητη «εξωστρέφεια» των βασικών κλάδων της, που σύμφωνα και με όλες τις εκτιμήσεις αφήνει ακόμα πιο εκτεθειμένη στις επερχόμενες αναταράξεις την εγχώρια καπιταλιστική οικονομία, κατά τις κυβερνητικές πηγές σημείωσε «την ανάγκη αποκατάστασης της ομαλής λειτουργίας της ενιαίας αγοράς και ζήτησε οι ευρωπαϊκές υπηρεσίες να επεξεργαστούν ένα συνεκτικό πλαίσιο για την εξομάλυνση των μεταφορών και της τουριστικής δραστηριότητας», αλλά και να υπάρξει κοινή δράση σε ευρωπαϊκό επίπεδο για «να στηριχθεί ο τουρισμός στις χώρες του Νότου».
Την ίδια ώρα, στον επιπλέον επιβαρυντικό παράγοντα του υψηλού ποσοστού των «κόκκινων» δανείων επανερχόταν μέσα στη βδομάδα ο διοικητής της ΤτΕ, Γ. Στουρνάρας, επαναφέροντας την πρόταση για τη δημιουργία μιας «bad bank» που θα φορτωθεί τα «κόκκινα» δάνεια για να ελαφρυνθούν οι τράπεζες. Οπως είπε, «τώρα είναι η ευκαιρία για τη δημιουργία μιας bad bank, είτε πανευρωπαϊκά είτε εθνικά, καθώς θα αντιμετωπίσει το πρόβλημα γρήγορα, αποτελεσματικά, μιας και οι αγορές δεν λειτουργούν».
Για τη δανειοδότηση των επιχειρήσεων ανεφέρε πως «οι ελληνικές τράπεζες είναι έτοιμες να στηρίξουν με όλα τα όπλα που διαθέτουν και σε συνεργασία με την κυβέρνηση και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς αλλά και με τις εποπτικές αρχές τις βιώσιμες επιχειρήσεις και τους βιώσιμους δανειολήπτες», δείχνοντας δηλαδή προς έναν νέο γύρο συγκέντρωσης που βρίσκεται μπροστά. Αλλά και επίθεσης στην πρώτη κατοικία των λαϊκών στρωμάτων, η τυπική «προστασία» της οποίας λήγει στο τέλος της ερχόμενης βδομάδας κι ενώ σε εξέλιξη βρίσκονται οι διεργασίες για την αναμόρφωση του Πτωχευτικού Δικαίου.
Σε κάθε περίπτωση, η κυβέρνηση «ράβει κουστούμι» για το λαό και ενώ «αγκωνάρι» για την επιχείρηση θωράκισης της καπιταλιστικής κερδοφορίας, πέρα από τους πακτωλούς χρημάτων, τις εισφοροαπαλλαγές και τις φοροαπαλλαγές που ανακοινώνει για τους επιχειρηματικούς ομίλους, αποτελεί η μονιμοποίηση των νέων αντεργατικών μέτρων που έσπευσε να νομοθετήσει με τις ΠΝΠ για την εκτίναξη της «ευελιξίας» και την επιβολή εκ περιτροπής εργασίας, τις αναστολές και ανατροπές στις ΣΣΕ, το χτύπημα μισθών, αδειών, δικαιωμάτων κ.ο.κ.
Χαρακτηριστικό άλλωστε είναι και το υπόμνημα που κατέθεσε μέσα στη βδομάδα ο Σύνδεσμος Βιομηχάνων Ελλάδας (ΣΒΕ), καλώντας την κυβέρνηση να συνεχίσει με «αμείωτους ρυθμούς» στην κατεύθυνση «επίλυσης των προβλημάτων των επιχειρήσεων», μεταξύ άλλων με επιπλέον άμεσα μέτρα παροχής ρευστότητας ειδικά για τις μεγάλες επιχειρήσεις, κρατική επιδότηση των εργοδοτικών εισφορών σε ποσοστό τουλάχιστον 30% και μεγαλύτερη ευελιξία στην εφαρμογή του μέτρου της «αναστολής σύμβασης εργασίας», αξιοποιώντας σε αυτή την κατεύθυνση και το πρόγραμμα «SURE» της ΕΕ.
Τ. Γαλ.